στηριγμός

στηριγμός
ο, ΝΜΑ [στηρίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, στήριξη, στήριγμα
νεοελλ.
αστρον. το σημείο τής φαινομένης τροχιάς ενός πλανήτη, κατά το οποίο εκείνος, ενώ μεταβάλλει φορά κινήσεως, φαίνεται να στέκεται ακίνητος
μσν.-αρχ.
μτφ. σταθερότητα, βεβαιότητα, ασφάλεια («ἵνα μὴ τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ συναπαχθέντες ἐκπέσητε τοῡ ιδίου στηριγμοῡ», ΚΔ)
αρχ.
1. το να είναι κάτι στηριγμένο και ακίνητο, ακινησία, στάση («τάς τε τῶν πλανητῶν ἀστέρων κινήσεις καὶ περιόδους καὶ στηριγμούς», Διόδ.)
2. (σχετικά με φως), ευστάθεια, σταθερότητα
3. (ρητ.) η διάρκεια τής φωνής ή η εμφαντικότερη προφορά λέξεων ή συλλαβών κατά την απαγγελία («αἱ μακραὶ συλλαβαὶ στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα», Διον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στηριγμός — being fixed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηριγμοῖς — στηριγμός being fixed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηριγμοί — στηριγμός being fixed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηριγμοῦ — στηριγμός being fixed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηριγμούς — στηριγμός being fixed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηριγμῶν — στηριγμός being fixed masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηριγμῷ — στηριγμός being fixed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηριγμόν — στηριγμός being fixed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”